φαροφυλακή

φαροφυλακή
η, Ν
ναυτ. ειδική υπηρεσία τού υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, αρμόδια για το προσωπικό που υπηρετε[ή συντηρεί τους αυτόματους και τους μη αυτόματους φάρους, για την επίβλεψη τής λειτουργίας τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) + φυλακή (πρβλ. ακτο-φυλακή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαροφυλακή — η ειδική υπηρεσία που ασχολείται με τη φύλαξη των φάρων που δεν είναι αυτόματοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαροφύλακας — ο ο φύλακας φάρου, ο κατώτατος βαθμός στη φαροφυλακή (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”